Η πρώτη δισκογραφική της δουλειά είχε τρομερή απήχηση στο κοινό. Ήταν το «Χαράτσι» (1982), όπου σε στίχους του Μανωλη Ρασούλη έγραψε τον «Υδροχόο» και το «Λεμόνι στην Πορτοκαλιά».
Πέθανε τα χαράματα της Δευτέρας η Βάσω Αλαγιάννη, η συνθέτις και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών του Μανώλη Ρασούλη αλλά και του Νίκου Παπάζογλου. Την είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή η Χάρις Αλεξίου, μέσα από ανάρτηση στο instagram.
Συγκεκριμένα η Χάρις Αλεξίου έγραψε:
«Έφυγε ήσυχα στον ύπνο της
Αυτή η γυναίκα που ήταν τόσα πολλά πράγματα.
Η «Svarno» .
Που έγραφε τραγούδια
Που θεράπευε με Reiki
Που συμβούλευε με αυτογνωσία
Που αγαπούσε με πάθος
Που κάπνιζε πολύ
Που έραβε
Που έπλεκε
Που μας μάλωνε να ξυπνήσουμε
Που γελούσε σαν μωρό
Που τραγουδούσε
Που ταξίδευε πολύ
Που μας γέμιζε δώρα
Η Βάσω Αλλαγιάννη που την τραγούδησα κι εγώ με τους στίχους του Ρασούλη και τους δικούς της στον Ζαμπέτα όπως την τραγούδησαν και τόσοι άλλοι.
Η “Svarno” η φίλη μου και master μου στο Reiki
Έφυγε ήσυχα στον ύπνο της για να αναπαυτεί για πάντα.»
View this post on Instagram PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibWFpbl9iYW5uZXIiPgoJCQk8ZGl2IGlkPSJFTkdBR0VZQV9XSURHRVRfMTYzMDEwIj48L2Rpdj4NCjxzY3JpcHQgZGF0YS1jZmFzeW5jPSJmYWxzZSI+DQooZnVuY3Rpb24oRSxuLEcsQSxnLFksYSl7RVsnRW5nYWdleWFPYmplY3QnXT1nO0VbZ109RVtnXXx8ZnVuY3Rpb24oKXsgKEVbZ10ucT1FW2ddLnF8fFtdKS5wdXNoKGFyZ3VtZW50cyl9LEVbZ10ubD0xKm5ldyBEYXRlKCk7WT1uLmNyZWF0ZUVsZW1lbnQoRyksIGE9bi5nZXRFbGVtZW50c0J5VGFnTmFtZShHKVswXTtZLmFzeW5jPTE7WS5zcmM9QTthLnBhcmVudE5vZGUuaW5zZXJ0QmVmb3JlKFksYSl9KSh3aW5kb3csZG9jdW1lbnQsJ3NjcmlwdCcsJy8vd2lkZ2V0LmVuZ2FnZXlhLmNvbS9lbmdhZ2V5YV9sb2FkZXIuanMnLCdfX2VuZ1dpZGdldCcpOw0KX19lbmdXaWRnZXQoJ2NyZWF0ZVdpZGdldCcsDQp7d3dlaTonRU5HQUdFWUFfV0lER0VUXzE2MzAxMCcscHViaWQ6MTgwMTYxLHdlYmlkOjE2NTIzOSx3aWQ6MTYzMDEwfSk7DQo8L3NjcmlwdD4JCQk8L2Rpdj4=
Ποια είναι η Βάσω Αλαγιάννη
Πλάι στο Μάνο Λοίζο αλλά και αργότερα στο Νότη Μαυρουδή, έμαθε μουσική και άρχισε να γράφει τα δικά της τραγούδια. Ακούγοντας τα τραγούδια αυτά οι δάσκαλοι αλλά και εμπνευστές της, την παρακίνησαν να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Αξίζει να σημειωθεί πως μέσα σε εκείνα τα πρώτα τραγούδια που έγραψε υπήρχαν διαμάντια όπως ο «Γλάρος» (το ερμήνευσε αργότερα ο Μανόλης Λιδάκης).
Η πρώτη δισκογραφική της δουλειά είχε τρομερή απήχηση στο κοινό. Ήταν το «Χαράτσι» (1982), όπου σε στίχους του Μανόλη Ρασούλη έγραψε τον «Υδροχόο» και το «Λεμόνι στην Πορτοκαλιά», για τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου.Η μεγάλη επιτυχία του τρίπτυχου Αλλαγιάννη, Ρασούλη, Παπάζογλου έφερε ακόμη δύο δίσκους, τα «Σύνεργα» (1990) και το «Στο Λυκαβηττό» (1991), με το τραγούδι «Αχ Ελλάδα» να γίνεται ο ύμνος που αγγίζει την ψυχή του σύγχρονου Έλληνα.
Η Βάσω Αλλαγιάννη καταξιωμένη πλέον, συνεργάζεται δισκογραφικά με το Μανόλη Λιδάκη
(«4 κύκλοι τραγουδιών», 1995), τη Βούλα Σαββίδη («Το φίλημα του χρόνου» 1992), την Πίτσα Παπαδοπούλου («Με τα μάτια κλειστά», 1994, με το τραγούδι «Πού πάει η αγάπη όταν φεύγει»), το Σταύρο Λογαρίδη («Ονειρεμένες πολιτείες», 1996), τη Χαρούλα Αλεξίου («Παράξενο Φως», 2000), το Δημήτρη Μπάση («Μιλάω Χρόνια», 2000) και άλλους (από το 92 γράφει η ίδια και τους στίχους).
Τα τραγούδια της έχουν γίνει σημεία αναφοράς στην ελληνική δισκογραφία, με αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνονται στο ρεπερτόριο ζωντανών εμφανίσεων ερμηνευτών και από τις δύο όχθες του ελληνικού τραγουδιού. Η ίδια έχει παρουσιάσει τη δουλειά της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με σημαντικότερη στιγμή τη συναυλία στο Λυκαβηττό με το Μανώλη Ρασούλη.
Η Βάσω Αλλαγιάννη έρχεται τώρα με το δίσκο “Svarno” (το alter ego της) να κάνει μια απογραφή αλλά ταυτόχρονα και μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Είναι το απαύγασμα μιας μεγάλης θητείας στο ελληνικό τραγούδι.
Όταν ο Μανώλης Ρασούλης έγραψε για την Βάσω Αλαγιάννη
Ο Μανώλης Ρασούλης είχε γράψει για την Βάσω Αλαγιάννη στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι του 2003 σε σημείωμά του με τον τίτλο «Βάσω Αλλαγιάννη – Μια Μοναδική Περίπτωση».
«Κι επειδή δεν είμαι εγώ αυτός, γράφω όπως την ξέρω, όπως την έζησα σαν γυναίκα, σαν μικρή θύελλα, σαν σπάνιο ζωικό ένστικτο, σαν εύθραυστη κινέζικη πορσελάνη, σαν το αγριοκάτσικο του Πόρτο Ράφτη, σαν την κόρη του Τάκη του ψαρά, σαν την κόρη της Γιωργίας, σαν τη μαμά της Πηγής, σαν αυτή που μ’ αγάπησε και με ξαναγάπησε, τη χρυσοχέρα, την πονεμένη, την αυτοπροδομένη, την ρεμπέτισσα».
«Τι γυρεύεις εδώ;» της είπα αυθόρμητα όταν την πρωτογνώρισα στο Πόρτο Ράφτη λόγω Μάνου Λοΐζου. Σαν να ‘ταν ξέταιρη από το όλο περιβάλλον. Και ήταν και δεν ήταν.
Ξεχείλιζε από μια ομορφιά και μια δίψα για ζωή. Ανθρώπινη, πονεμένη, κάτι από τη Φρίντα Κάλο, κάτι από τους ρεμπέτες των λιμανιών, κάτι από τα τριαντάφυλλα τα άγρια των αγρών.
Λίγο αργότερα πάλι αυθόρμητα της είπα: «Έλα στην Αθήνα θα σε κάνω την πρώτη ρεμπέτισσα συνθέτρια». Αναλάβαμε κι οι δύο την ευθύνη. Απ’ την αυλή του σπιτιού της είχαν περάσει οι πλείστοι όσοι. Όλοι οι ποιητές, οι τραγουδιστές, οι συνθέτες, οι παραγωγοί, όλοι οι τζίτζικες στα μεγάλα πεύκα. Με τον Μάνο Λοΐζο που το σπίτι του ήταν δίπλα στο δικό της ανάπτυξε μια λεπτή έως και βαθιά φιλία. Της άνθισε το αισθητήριο. Η καταγωγή της την είχε πλάσει ευαίσθητη, γήινη, υπερβατική, με τα πάθη και λάθη στην ημερήσια διάταξη. Έπρεπε να ‘ρθει στην Αθήνα, να σφυρηλατηθεί, να επεξεργαστεί εκείνη τη θεσπέσια αγροτομαγκιά της, να θεραπευθεί απ’ τη στενή εντοπιότητα και τ’ άλλα, και να θεραπεύσει με τη σειρά της και την αύρα της τους γύρω της.
Μαθήτρια του Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα. «Για ξαναπαίξε αυτό το μοτίβο, της είπα ακούγοντας κάτι, ένα μικρό θεματάκι που είχε φτιάξει, παίζοντας το εν είδει μπαλάντας. «Παίχτο μ’ ένα ρυθμό μπάλου ας πούμε». Το ‘παιξε. «Συνέχισε μη σταματάς, πες ότι είναι το κουπλέ». Σφυράγαμε κι οι δύο επί δύο ώρες. Σαν να ‘μαστε ένας. Και να που βγήκε το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά». Γελάγαμε επί δύο ώρες, έφτιαξε ένα καταπληκτικό φαΐ, ήμασταν δύο άλλοι, είχαμε προχωρήσει, ήταν μια άλλη, μπήκε στην περιπέτεια του τραγουδιού. Ήταν περιπετειώδεις, φτάνει να βρισκόταν κάποιος να της πει: κάντο. Βρέθηκα εγώ αλλά αυτή ήταν που άνθισε, πήρε τ’ απάνω της, πήρε πολύ τ’ απάνω της παρά λίγο να μας αφήσει πίσω να τρώμε τη σκόνη της. Τσακάλι γκαγκάν. Με τα τρωτά της, με νταμάρια ακατέργαστου πόνου και διάθεσης ν’ ανεβάσει κάποιον -εμένα πι-χι- στον έβδομο ουρανό και από κει να του δώσει μία, φούντο, ουρλιάζοντας σαν αμαζόνα, σαν μαινάδα σαν εκδικήτρια, σαν νικήτρια. Αν και ξέρει ότι δεν υπάρχει νικητής και νικημένος βρήκε το μέτρο του ζεϊμπέκικου να εκφράσει την αρχοντιά της, την απέλπιδη ανεξαρτησία της, το φυσιολογικό ναρκισσισμό της.
Μου ‘δωσε και της έδωσα, μου πήρε και της πήρα. Μου σύστησε τον Osho χωρίς να κατέχει ιδιαιτέρως τι έκανε εκείνη τη στιγμή. Πήγαμε μαζί και τον βρήκαμε στην Ινδία. Όταν όμως ο Δάσκαλος κυνηγημένος απ’ όλους έφτασε για λίγο στην Κρήτη, η Βάσω δεν ήταν εκεί, ήταν με τον ακατανόμαστο φτιάχνοντας δίσκο ανακαλύπτοντας όπως λέει η ίδια, την ευαίσθητη ψυχή του (σημείωμα στο εξώφυλλο δίσκου παραγωγής του ακατανόμαστου). Αυτό έγινε η αχίλλεια πτέρνα της. Έκτοτε προσπάθησε και προσπαθεί, αποτυπώνει σε πράξεις θεραπευτικές (είναι μάστερ του Ρέϊκι) και αισθητικές (γράφει μόνη της και κάνει CD με τραγούδια έξοχα) μη ξεχνώντας -το ελπίζω - τη διδαχή του Osho: «είσαι ό, τι είσαι κι όχι ότι κάνεις». Ίσως πρωτοφανές για μια γυναίκα να μπαίνει στα χωράφια, ας πούμε, των ανδρών και μάλιστα με το πρέπον εκτόπισμα και σεβασμό στον κώδικα της αισθητικής ιδεολογίας του ρεμπέτικου.
Δεν το ‘κανε για να κάνει κάτι, για να γίνει κάτι. Αν δεν το ‘κανε θα ‘σκαγε. Προσέξτε: δεν την εκθειάζω σαν συνείδηση. Κι αν θα την πω ιέρεια, ο όρος είναι υπό έλεγχο. Δεν γράφω θαμπωμένος, γονατισμένος. Γράφω με τη συγκίνηση και τη γνώση για ένα διαμάντι που είναι ακόμη εν διαμορφώσει, σε αυτοεπεξεργασία. Το σημαντικό είναι ότι ο άνθρακας έγινε διαμάντι. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Βάσω δεν ξεχνά την καταγωγή της. Ούτε τις πρώτες της εμπειρίες, είτε κακές είτε καλές. Ατυχία και τύχη. Σαν τη ρουλέτα. Γνώρισε από μικρή την άλλη αρχόντισσα την Κάθριν την κόρη του εφοπλιστή Γραίγου που αργότερα ήταν το μοιραίο άτομο αφού αυτή υπήρξε ο θεμέλιος παράγων (μαθήτρια) του Osho, τον οποίο σύστησε στη Βάσω μέσω ενός λίφλετ αυτό που μου ‘δωσε αργότερα η Βάσω και εγώ είπα: «Αυτός είναι». Το ’78 είχα βγάλει ήδη την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και καθώς γυρίσαμε από την Ινδία βγάλαμε το «ΑΥΓΟ» εκδώσαμε την «Κρυμμένη Αρμονία-Ομιλίες πάνω στον Ηράκλειτο» του Osho κι έγινε ένα ιδεολογικό –αισθητικό ΜΠΑΜ. Προσπάθησαν τα χαϊβάνια κι όλη η πανστρατειά των ακατανόμαστων να το ταΐσουν παντοίους τρόποις στη Λήθη, όμως εγώ φρόντισα να τους ξεδοντιάσω. Ούτε Ιωνάς ούτε ο Πινόκιο για να χωρέσω στ’ άντερα του κτήνους. Τι να μας κάνουν όταν εμείς λέγαμε «Μπαίνουμε στον Υδροχόο», «Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ».
Σαν χωρίσαμε κι ο σαδομαζοχισμός μου έφτασε στο αποκορύφωμα, έφυγα με μια νάιλον σακούλα στη Νέα Υόρκη, της έγραψα το «Αν πεθάνει μια αγάπη» κλαίγοντας, και βαυκαλίζομαι ότι κι αυτή μου ‘γραψε ένα. Τώρα είναι εκεί που είναι, κι εγώ εύχομαι να περνά τους δυϊσμούς και τις παγίδες, τις σειρήνες και τις ανάπαυλες. Ξέρω ότι δρα, ότι παράγει, ότι γύρω της ένα μικρό πλήθος σαν μια τεράστια αμοιβάδα προσπαθεί να την έχει δική της, ότι το βλέμμα της είναι στραμμένο στα Ιμαλάϊα αλλά το ρεμπέτ-πλάσμα από το Πόρτο Ράφτη ανασαίνει στους πρόποδες των 7 ουρανών και κάνει τα 9/8 ν’ αναστενάζουν και να παίρνουν ανθρώπινη υπόσταση.
Γράψαμε αρκετά τραγούδια, μα επειδή συνέβησαν αρκετά μείναν αδισκογράφητα. Φτάνει που ‘γίναν και τραγούδησε η σχέση μας και της βγήκε η έκσταση κι ο αμανές και αποδεχτήκαμε καθώς αποδείχτηκε πως θα συναντιόμασταν έτσι κι αλλιώς. Δεν υπήρχε περίπτωση. Όχι μια από τις μοναδικές περιπτώσεις. Κι η λέξη «περίπτωση» είναι και φτωχή και μίζερη, κι ας ζήσαμε φτωχικά σε υπόγεια, με πλημμυρισμένα σιφόνια και την Ασφάλεια συνέχεια πίσω μας και γύρω μας. Στα παπάρια μας, συνεχίσαμε απτόητοι. Κάποιες ώρες μας γονάτισαν, της φόρτωνα το φορτίο, πόναγε το σώμα της, με κοίταζε ικετευτικά. Ήταν ικέτης. Εγώ ήμουν ας πούμε ηγέτης. Γι’ αυτό και υποτίθεται πόνεσα περισσότερο με το χωρισμό. Το ‘κανα τραγούδι: «Ο άνδρας με το χωρισμό πονάει περισσότερο» κι έβαλα τον Πασχάλη Τερζή να το πει αφού είχε γράψει τη μουσική ο Πέτρος Βαϊόπουλος ένας άλλος επίσης εκτιμητέος κι ανεκτίμητος. Εν πάση περιπτώσει η Βάσω η Σβάρνο είναι αυθεντικό παιδί της νεοελλάδας, αυτή που τη μαγαρίζουν κάθε μέρα οι ζιγκολό της, μα εμείς είμαστε ακόμη εδώ, είμαστε ακόμη ζωντανοί κι αν όχι σαν ροκ συγκρότημα κι ούτε σαν αξιοσέβαστη ηχώ των προγόνων, αλλά σαν εμείς με τον ωραίο βίο και την πολιτεία, τη σχέση και την ψυχή των ζωντανών ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή και κατανοούν το θάνατο. Σαν την ψυχή ενός λαού που τραγουδά το αυθεντικό τραγούδι της, για την αθανασία μέσα στο αγαπημένο «εδώ και τώρα».